- πεταλίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) λευκό, γκρίζο ή άχρωμο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού λιθίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petalite < πέταλο + κατάλ. -ίτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
λίθιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Li. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των μετάλλων των αλκαλίων. Έχει ατομικό αριθμό 3, ατομική μάζα 6,941, δύο σταθερά ισότοπα (τα 6Li και 7Li) και δύο ραδιενεργά (τα 8Li… … Dictionary of Greek